ασκληπιάδα

ασκληπιάδα
η (Α ἀσκπληπιάς [-άδος]) [Ασκληπιός]
όνομα φυτού της οικ. Ασκληπιαδίδαι (κοινή ονομασία αγιοκέρι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀσκληπιάδα — Ἀσκληπιάδᾱ , Ἀσκληπιάδαι masc nom/voc/acc dual Ἀσκληπιάδαι masc voc sg Ἀσκληπιάδᾱ , Ἀσκληπιάδαι masc gen sg (doric aeolic) Ἀσκληπιάδαι masc nom sg (epic) Ἀσκληπιάδᾱ , Ἀσκληπιάδης Asclepios masc nom/voc/acc dual Ἀσκληπιάδης Asclepios masc voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκληπιάδα — ἀσκληπιάς swallow wort fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιάδας — Ἀσκληπιάδᾱς , Ἀσκληπιάδαι masc acc pl Ἀσκληπιάδᾱς , Ἀσκληπιάδαι masc nom sg (epic doric aeolic) Ἀσκληπιάδᾱς , Ἀσκληπιάδης Asclepios masc acc pl Ἀσκληπιάδᾱς , Ἀσκληπιάδης Asclepios masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιάδαο — Ἀσκληπιάδᾱο , Ἀσκληπιάδαι masc gen sg (epic doric) Ἀσκληπιάδᾱο , Ἀσκληπιάδης Asclepios masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιάδαι — masc nom/voc pl Ἀσκληπιάδᾱͅ , Ἀσκληπιάδαι masc dat sg (doric aeolic) Ἀσκληπιάδης Asclepios masc nom/voc pl Ἀσκληπιάδᾱͅ , Ἀσκληπιάδης Asclepios masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • κισσίον — κισσίον, τὸ (Α) [κισσός] 1. υποκορ. τού κισσός 2. το φυτό ασκληπιάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”